τὸ σιτάριον
1σιτάριον — a little corn neut nom/voc/acc sg …
2σιτάριον — τὸ, ΜΑ βλ. σιτάρι …
3σιταρίοις — σιτάριον a little corn neut dat pl …
4σιταρίοισι — σιτάριον a little corn neut dat pl (epic ionic aeolic) …
5σιταρίου — σιτάριον a little corn neut gen sg …
6σιτάρια — σιτάριον a little corn neut nom/voc/acc pl …
7σιτάρι — Βλ. λ.στάρι. * * * το / σιτάριον, ΝΜΑ, και στάρι Ν νεοελλ. 1. βοτ. κοινή σήμερα ονομασία τών ειδών τού γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών triticum, που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη, αλλ. σίτος 2. ο καρπός τού παραπάνω… …