τὸ προέμβολον
1προέμβολον — τὸ, Α [ἔμβολον] το πρόσθιο άκρο τού εμβόλου τού πλοίου, κατασκευασμένο από μέταλλο ή ενισχυμένο με μέταλλο …
2προέμβολα — προέμβολον neut nom/voc/acc pl …
3προεμβολίς — ίδος, ἡ, Α το προέμβολον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προέμβολον + κατάλ. ίς, ίδος] …
4προεμβόλιον — τὸ, Α [προέμβολον] το προέμβολον* …