τὸ πολ

  • 51Μπροκά, Πιερ Πολ — (Pierre Paul Broca, Σεντ Φουά λα Γκραντ 1824 – Παρίσι 1880). Γάλλος ανθρωπολόγος και χειρουργός. Θεωρείται ο θεμελιωτής της σύγχρονης ανθρωπολογίας. Αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1849, υφηγητής το 1853 και μόνο το 1867 καθηγητής πανεπιστημίου. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 52Ντεκοβίλ, Πολ — (Paul Decauville, Πτι Μπουργκ, Εσόν 1846 – Νεϊγί 1922). Γάλλος βιομήχανος και εφευρέτης. Εφηύρε έναν τύπου σιδηροδρόμου που λύνεται, μεταφέρεται εύκολα και επανασυναρμολογείται και φέρει το όνομά του. Ο Ν., απόγονος οικογένειας μεγάλων… …

    Dictionary of Greek

  • 53Ντεσάρμ, Πολ — (PaulDecharme, 1839 – 1905). Γάλλος ελληνιστής. Ο Ν. έγραψε πολλά αξιόλογα έργα, από τα οποία τα σημαντικότερα τιτλοφορούνται Συλλογή επιγραφών της Βοιωτίας (1867), Οι Μούσες και τα Θηβαϊκά τεχνουργήματα (1869), Ο Ευρυπίδης και το θέατρό του… …

    Dictionary of Greek

  • 54Ντικά, Πολ — (Paul Dukas, Παρίσι 1865 – 1935). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού με δάσκαλο τον Ερνέστ Γκιρό. Το 1888 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο αντίστιξης και φούγκας και με το δεύτερο Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του Velleda. Πνεύμα… …

    Dictionary of Greek

  • 55Ντιράν-Ριέλ, Πολ — (Paul Durand Ruel, Παρίσι 1831 – 1922). Γάλλος έμπορος τέχνης. Με το φωτισμένο πνεύμα του και την επιμονή του συνέβαλε στην επικράτηση της καλύτερης γαλλικής ζωγραφικής στην περίοδο μεταξύ 1830 και 1890. Κληρονόμησε από τον πατέρα του ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 56Πελιό, Πολ — (Pelliot, 1878 – 1945). Γάλλος ασιανολόγος. Την περίοδο 1906 1908 ήταν επικεφαλής γαλλικής επιστημονικής αποστολής στην Kεντρική Ασία, στη διάρκεια της οποίας συγκέντρωσε πολλά επιγραφικά μνημεία στο Ντουνχουάν. Το 1911 διορίστηκε καθηγητής στο… …

    Dictionary of Greek

  • 57Περντριζέ, Πολ — (Perdrlzet, Μομπελιάρ 1870 – Νανσί 1938). Γάλλος λόγιος, αρχαιολόγος και ιστορικός των θρησκειών. Διατέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Νανσί (1898) και του Στρασβούργου (1919) και έκανε πολλές ανασκαφές στην Ελλάδα, τη Μ. Ασία και την Αίγυπτο …

    Dictionary of Greek

  • 58Ρενό, Πολ — (Reynaud, Μπαρσελονέτ, Κάτω Άλπεις 1878 – Νεϊγί, Παρίσι 1966). Γάλλος πολιτικός. Στη βουλή (όπου μπήκε για πρώτη φορά το 1919) υποστήριξε, χωρίς επιτυχία, τις γνώμες του Ντε Γκολ για τη δημιουργία θωρακισμένων μηχανοκίνητων μονάδων και, τον… …

    Dictionary of Greek

  • 59Σιτσανμπερζέ, Πολ — (Schutzenberger, 1829 – 1897). Γάλλος χημικός. Αρχικά σπούδασε ιατρική, αλλά αργότερα στράφηκε προς τη φυσική και τη χημεία. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο Κολέγιο της Γαλλίας και στη συνέχεια διευθυντής της Σχολής της Φυσικής και της… …

    Dictionary of Greek

  • 60Σουντέ, Πολ — (Souday). Γάλλος κριτικός και συγγραφέας (Χάβρη 1869 Νεγύ συρ Σεν, Παρίσι 1929). Ήταν κριτικός δραματικών έργων στο περιοδικό της Εγκυκλοπαίδειας Λαρούς από το 1900, και αργότερα, από το 1912 υπεύθυνος της λογοτεχνικής σελίδας του περιοδικού… …

    Dictionary of Greek