τὸ πολ

  • 41Λεμέρλ, Πολ — (Paul Lemerle, 1903 – 1989). Γάλλος βυζαντινολόγος και αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Σορβόνη και στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών (École des Hautes Études) του Παρισιού. To 1931 ήρθε στην Ελλάδα ως μέλος της Γαλλικής… …

    Dictionary of Greek

  • 42Λεμερσιέ ντε Λα Ριβιέρ, Πιερ-Πολ — (Pierre PaulLemercier de La Rivière, Σομίρ 1719; – Παρίσι 1792;). Γάλλος οικονομολόγος. Ήταν εκπρόσωπος της φυσιοκρατικής σχολής, οπαδός του Φρανσουά Κενέ και ο κύριος εκλαϊκευτής των ιδεών του. Διετέλεσε γενικός επίτροπος στη Μαρτινίκα και… …

    Dictionary of Greek

  • 43Λιτρέ, Μαξιμιλιέν Πολ Εμίλ — (Maximilien Paul Émile Littré, 1801 – 1881). Γάλλος φιλόσοφος, λεξικογράφος, γιατρός, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική και έπειτα φιλολογία και ιστορία, αλλά ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος. Το 1874 εξελέγη μέλος… …

    Dictionary of Greek

  • 44Μακ Κάρτνεϊ, Πολ — (Sir James Paul McCartney, Λίβερπουλ 1942 –). Άγγλος μουσικός και συνθέτης. Ο Μ.Κ., ο πιο επιτυχημένος στην προσωπική του καριέρα από τα τέσσερα μέλη των Beatles, γνώρισε τον Τζον Λένον (βλ. λ.) το 1957 και μετά από μια περίοδο αναζητήσεων… …

    Dictionary of Greek

  • 45Μαρσεγιέ, Πολ — (Paul Marseillais, ; – 1843). Γάλλος φιλέλληνας. Όταν ξέσπασε η Ελληνική επανάσταση πολέμησε στο πλευρό του Φαβιέρου και έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Καρύστου. Μετά την εγκαθίδρυση της βασιλείας (1833) οργάνωσε τη λιμενική υπηρεσία του… …

    Dictionary of Greek

  • 46Μπαρά, Πολ — (Paul Barras, 1755 – 1829). Γάλλος πολιτικός, μέλος του Διευθυντηρίου. Υπηρέτησε στον γαλλικό στρατό του εξωτερικού από το 1776 έως το 1778. Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης ο Μ. πήγε με το μέρος των αντιμοναρχικών και το 1792 διορίστηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 47Μπεργκ, Πολ — (Paul Berg, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1926 ). Αμερικανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από την σχολή βιοχημείας του Κολεγίου της πολιτείας της Πενσιλβάνια και έλαβε διδακτορικό τίτλο στο ίδιο αντικείμενο το 1952, από το Πανεπιστήμιο Γουέστερν Ριζέρβ.… …

    Dictionary of Greek

  • 48Μπερνάρ, Πολ — (Paul Bernard, Μπεζανσόν 1866 – Παρίσι 1947). Γάλλος δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, επονομαζόμενος Τριστάν (Tristan). Εγκατέλειψε τη διεύθυνση μηχανουργείου και το επάγγελμα του δικηγόρου και αφοσιώθηκε στα γράμματα και στο θέατρο. Κάτω… …

    Dictionary of Greek

  • 49Μπόγιερ, Πολ — (Paul Boyer, Πρόβο, Γιούτα 1918 ). Αμερικανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Μπρίγκαμ Γιανγκ του Πρόβο και το 1943 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, για την διατριβή του στα ένζυμα. Μετά την ολοκλήρωση των… …

    Dictionary of Greek

  • 50Μπουρζέ, Πολ — (Paul Bourget, Αμιέν 1852 – Παρίσι 1934). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Αφού παρουσιάστηκε γύρω στα είκοσί του χρόνια με μερικούς τόμους ποιημάτων, σχημάτισε την πεποίθηση, διαβάζοντας τον Τεν, ότι η λογοτεχνία «είναι ζωντανή ψυχολογία». Αυτό ακριβώς… …

    Dictionary of Greek