τὸ πολ

  • 31Ιβόν, Πολ — (Paul Yvon, 1848 – 1913). Γάλλος φαρμακολόγος. Ασχολήθηκε με την επιστημονική έρευνα στη χημεία και ανακάλυψε την επίδραση του υποβρωμιώδους άλατος στην ουρία. Το 1878 κατασκεύασε ένα ουριόμετρο. Στα χρόνια που ακολούθησαν επινόησε ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 32Ιέ, Πολ — (Paul Huet, 1803 – 1869). Γάλλος ζωγράφος. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στις τοπιογραφίες, τις οποίες διαπνέει άκρατος ρομαντισμός. Το έργο των Γάλλων ρομαντικών είχε εμπνεύσει πολλούς πίνακές του. Από αυτούς, οι πιο αξιόλογοι είναι Ο καβαλάρης και Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 33Κλαπεϊρόν, Μπενουά Πολ Εμίλ — (Benoit Paul Émile Clapeyron, Παρίσι 1799 – 1864). Γάλλος φυσικός και μηχανικός. Καθηγητής στην Αγία Πετρούπολη έως το 1830 και κατόπιν στη Γαλλία, ο Κ. συνέβαλε με την εργασία του στον τομέα της θερμοδυναμικής και της αντοχής των υλικών. Από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 34Κλοντέλ, Πολ — (Paul Claudel, Βιλνέβ σιρ Φερ 1868 – Παρίσι 1955). Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διαμόρφωσε την προσωπικότητά του ανάμεσα στους συμβολιστές ποιητές, συναναστράφηκε τον Μαλαρμέ και επηρεάστηκε βαθιά από την ποίηση του Ρεμπό. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 35Κοβές, Πολ Λουί — (Paul Luis Cauwes, Παρίσι 1843 – Βερσαλίες 1917). Γάλλος οικονομολόγος. Αρχικά εργάστηκε ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Νανσί και αργότερα του Παρισιού (1873), όπου κατείχε την έδρα της πολιτικής οικονομίας. Το 1882 διορίστηκε καθηγητής της… …

    Dictionary of Greek

  • 36Κον, Πολ Μόριτζ — (Paul Moritz Kohn, Αμβούργο 1924 –). Βρετανός μαθηματικός, γερμανικής καταγωγής. Απόφοιτος της σχολής μαθηματικών του Trinity College στο Κέιμπριτζ, έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο το 1951. Τον επόμενο χρόνο ανακηρύχθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 37Κουριέ, Πολ Λουί — (Paul Louis Courier, Παρίσι 1772 – Βερέτς, Εντρ ε Λουάρ 1825). Γάλλος συγγραφέας. Γιος κτηματία, ακολούθησε περίπου για μία δεκαπενταετία τη σταδιοδρομία του αξιωματικού, κατά τη διάρκεια της οποίας επιβεβαιώθηκαν οι πικρές κρίσεις του για τη… …

    Dictionary of Greek

  • 38Κρέτσμερ, Πολ — (Paul Kretschmer, Βερολίνο 1866 – Βιέννη 1956). Γερμανός γλωσσολόγος και ελληνιστής. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες και επιστημονικές σπουδές του, διορίστηκε αρχικά υφηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου δίδαξε επί έξι χρόνια, και μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 39Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του- — (Marie Joseph Paul Yves Roch Gilbert du Motier marquis de La Fayette, Σαβανιάκ 1757 – Παρίσι 1834). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Ενθουσιασμένος από την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, οδηγήθηκε νεότατος στην Αμερική για να συμμετάσχει… …

    Dictionary of Greek

  • 40Λανζεβέν, Πολ — (Paul Langevin, Παρίσι 1872 – 1946). Γάλλος φυσικός. Συνεργάστηκε αρχικά με τον Τζόζεφ Τόμσον στην Αγγλία και, μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, διετέλεσε καθηγητής της γενικής και πειραματικής φυσικής στο Collège de France. Το 1925 έγινε… …

    Dictionary of Greek