τὸ πολ

  • 121κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 122καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… …

    Dictionary of Greek

  • 123καταταχώ — καταταχῶ, έω (Α) 1. επιταχύνω κάτι 2. προφθάνω κάποιον, καταλαμβάνω ξαφνικά («καταταχήσειν τῇ παρασκευῇ τοὺς ὑπεναντίους», Πολ.) 3. διαφεύγω με μεγαλύτερη ταχύτητα, ξεφεύγω 4. προλαβαίνω να κάνω κάτι («κατετάχησεν Ἁννίβας αὐτοὺς ἐξελὼν τὴν πόλιν» …

    Dictionary of Greek

  • 124κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 125κατόρθωσις — κατόρθωσις, ώσεως, η (ΑΜ) [κατορθώ] επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.) αρχ. 1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 126κεφαλαιώδης — ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, ώδες) [κεφάλαιον] αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση τής υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε» …

    Dictionary of Greek

  • 127κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… …

    Dictionary of Greek

  • 128κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek