τὸ πολεμικόν

  • 1πολεμικόν — πολεμικός of masc acc sg πολεμικός of neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… …

    Dictionary of Greek

  • 3Fuego griego — La exactitud de la información en este artículo o sección está discutida. En la página de discusión puedes consultar el debate al respecto …

    Wikipedia Español

  • 4CARDACES — Asiae minoris populi, Polybius et Arrian. Hesych. Κάρδακες οἰ ςτρατευσάμενοι βάρβαροι ὑπὸ Περσῶν καὶ εἰς Α᾿σίαν οὕτω καλοῦσι τοὺς ςτρατιὼτας, ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου. Strab. l. 15. Καλοῦνται δὲ οὗτοι Κάρδακες ἀπὸ κλοπίας τρεφόμενοι. Κάρδα γὰρ τὸ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5εγκελεύω — ἐγκελεύω (Α) 1. προτρέπω, παρακινώ 2. μέσ. διατάσσω, παραγγέλλω 3. φρ. «τὸ πολεμικὸν ἐγκελεύομαι» σαλπίζω έφοδο …

    Dictionary of Greek

  • 6κάρδακες — κάρδακες, οἱ (Α) οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού (α. «κάρδακες οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ. β.… …

    Dictionary of Greek

  • 7τετράγκων — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον πολεμικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἀγκών, ῶνος] …

    Dictionary of Greek

  • 8φάλαγγος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τορύνη, ὄργανον πολεμικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. τής λ. φάλαγξ (πρβλ. τη λ. φαλαγγοστορύναι)] …

    Dictionary of Greek

  • 9ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …

    Православная энциклопедия