τὸ περιττόν

  • 1περιττόν — περισσός beyond the regular number masc acc sg (attic) περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πέριττον — περίοιδα know well perf imperat act 2nd dual περίοιδα know well perf ind act 2nd dual περίοιδα know well perf ind act 3rd dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …

    Deutsch Wikipedia

  • 5In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …

    Deutsch Wikipedia

  • 6Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …

    Deutsch Wikipedia

  • 7облишиѥ — ОБЛИШИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1.Излишество, превышение необходимой нормы: Приноситсѧ и сиць како о тои чс҃тi г҃лъ. гл҃ть бо сѧ аще и облишье е(с). акы сласть. (περιττότερος) ГБ XIV, 188б. 2. Выделение; вещество, выделенное организмом: ˫ако животѹ. дани… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 8плъть — ПЛЪТ|Ь (933), И с. 1.Плоть, тело: вьсѣмъ ѡтърекъсѧ съ бесплътьныими христа непрѣстаньно славословѧ. ѡтъ дѣвы… плъть приимъша. Стих 1156–1163, 31 об.; ˫ако же и плъть всю расѣчи. и кръвьмъ течени˫а изнести. (σορκας) ЖФСт к. XII, 68; ˫ако же ѥдинъ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 9ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 10παρενόχλημα — το, ΜΑ [παρενοχλώ] η παρενόχληση («πανοίκιος... συναναιρεθεὶς ὡς περιττὸν ἄχθος καὶ παρενόχλημα», Φίλ.) …

    Dictionary of Greek