τὸ πεντώβολον
1πεντώβολον — πεντώβολος of masc/fem acc sg πεντώβολος of neut nom/voc/acc sg …
2Драхма (Древняя Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Драхма …
3πεντώβολος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολον αντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών 3. φρ. «κυλίκιον τοῡ πεντωβόλου» κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ώβολος (<… …