τὸ πάϑος

  • 81οξύθηκτος — ὀξύθηκτος, ον (Α) 1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός 2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος. επίρρ... ὀξυθήκτως (Α) με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία …

    Dictionary of Greek

  • 82παθαίνω — (ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαι αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική») νεοελλ. φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» λέγεται για να… …

    Dictionary of Greek

  • 83παθητής — παθητής, ὁ (Α) [πάθος] ο δούλος τού πάθους, ο υποδουλωμένος στο πάθος …

    Dictionary of Greek

  • 84παθητός — παθητός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έπαθε, που υπέστη κάτι που υπέφερε 2. αυτός που υπόκειται σε πάθος, («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», Πλούτ.) 3. (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει 4. αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις …

    Dictionary of Greek

  • 85παθιάρης — ο 1. ο ευαίσθητος και επιρρεπής στις αρρώστιες, αρρωστιάρης 2. παθιάρικος, γεμάτος πάθος και συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)]; …

    Dictionary of Greek

  • 86παθιάρικος — η, ο [παθιάρης] ο χαρακτηριστικός τού πάθους, ο γεμάτος πάθος και συγκίνηση ή αυτός που εκφράζει πάθος («παθιάρικη φωνή»). επίρρ... παθιάρικα με παθιάρικο τρόπο …

    Dictionary of Greek

  • 87παθοκίνητος — παθοκίνητος, ον (Μ) ο υποκινούμενος από πάθος ή πάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κινοῦμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 88προσπαθής — ές, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσπαθές η μεροληψία αρχ. 1. αυτός που είναι αφοσιωμένος με πάθος σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι 2. ο δεκτικός εντυπώσεων 3. το ουδ. ως ουσ. η αφοσίωση. επίρρ... προσπαθῶς ΜΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 89πρωτοπαθής — ές, ΝΜ, και πρωτόπαθος, η, ο, Ν αυτός που πρώτος ή για πρώτη φορά παθαίνει, υφίσταται ή αισθάνεται κάτι νεοελλ. ιατρ. (για νόσο, σύμπτωμα ή ανωμαλία) αυτός που αποτελεί την πρώτη, αρχική, άμεση παθολογική εκδήλωση και όχι συνέχεια ή συνέπεια… …

    Dictionary of Greek

  • 90τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek