τὸ πάϑος

  • 71καταπαθής — καταπαθής, ές (Μ) πολύ εμπαθής, πολύ ερεθισμένος, με πάθος και θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παθής (< πάθος, τὸ), πρβλ. εμ παθής, συμ παθής] …

    Dictionary of Greek

  • 72κατασυκοφαντώ — (Α κατασυκοφαντῶ, έω) νεοελλ. συκοφαντώ κάποιον σε μεγάλο βαθμό, με πάθος και επιμονή αρχ. (σχόλ.) επικρίνω εμπαθώς, κατηγορώ κάποιον με πάθος …

    Dictionary of Greek

  • 73κοινοπαθής — κοινοπαθής, ές (AM) αυτός που συμπάσχει, συμπονετικός. επίρρ... κοινοπαθῶς και έως (Α) (για τον Ιησού Χριστό) με τρόπο όμοιο με το κοινό πάθος, όπως πάσχουν οι άνθρωποι («κοινοπαθέως κοιμηθέντα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + παθής (< πάθος, πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 74κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 75λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …

    Dictionary of Greek

  • 76μαθός — ή, ό 1. αυτός που γνωρίζει κάτι από πείρα 2. φρ. «ο παθός (γίνεται) μαθός» αυτός που έπαθε κάτι προφυλάσσεται να μην τό ξαναπάθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μαθών τού β αορ. τού μανθάνω (πρβλ. γέρων > γέρος, παθών > παθός, χάρων > χάρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 77μπινελίκι — το 1. η συμπεριφορά και το πάθος τού μπινέ 2. συνεκδ. οποιοδήποτε έντονο πάθος 3. στον πληθ. τα μπινελίκια α) εδέσματα που αρέσουν στους μπινέδες, ιδίως τα γλυκίσματα, τα ζαχαρωτά β) βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπινές + κατάλ. λίκι (πρβλ. καλαμπα λίκι …

    Dictionary of Greek

  • 78νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …

    Dictionary of Greek

  • 79οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 80ολοπαθής — ές 1. γραμμ. αυτός που υφίσταται ολικό γραμματικό πάθος, λ.χ. συναίρεση σε όλες τις πτώσεις 2. ιατρ. αυτός που πάσχει από γενική νόσο, αλλ. ολοπαθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + παθής (< πάθος)] …

    Dictionary of Greek