τὸ πάϑος

  • 111Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …

    Dictionary of Greek

  • 112Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 113Χους, Γιαν — (Hus, συχνά αποδίδεται στα ελληνικά και ως Ιωάννης Ούσιος· Χουιζίνετς; περίπου 1369 – Κωνστάντια 1415). Βοημός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πράγας και αφού χειροτονήθηκε ιερέας, αφιερώθηκε με πάθος στο θείο κήρυγμα,… …

    Dictionary of Greek

  • 114περιπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που είναι γεμάτος από πάθος, που με πάθος εκδηλώνει τα συναισθήματά του, ο εμπαθής, ο σφοδρός: Όρκος περιπαθής …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 115φανατικός — ή, ό επίρρ. ά (λ. λατ.), αυτός που εμπνέεται ή παραφέρεται από φανατισμό (βλ. λ.), ο αφοσιωμένος τυφλά και με πάθος σε κάτι, αυτός που ενεργεί ή γίνεται με πάθος, άσπονδος, αδιάλλαχτος: Φανατικός φασίστας. – Φανατικός ζήλος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 116πάθη — passive state fem nom/voc sg (attic epic ionic) πάθος that which happens neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πάθος that which happens neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 117ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …

    Православная энциклопедия

  • 118ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …

    Православная энциклопедия

  • 119страсть — I I, ж., род. п. и, укр. страсть, блр. страсць, др. русск., ст. слав. страсть πάθος, ὀδύνη (Супр.), чеш. strast горе, страдание, печаль , слвц. strаst᾽ – то же. Во всяком случае, связано со страдать (см.), из *strad tь. Не существует никакого… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 120чудо — мн. чудеса, чудесный, чудесить, чудной, чудный, укр. чудо, мн. чудеса, блр. чудо, др. русск., ст. слав. чоудо, род. п. чоудесе θαῦμα, τέρας (Клоц., Супр.), болг. чудо, сербохорв. чу̏до, мн. чу̏да, чудѐса – то же, словен. čudo, род. п. čudesa,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера