τὸ πάρος περ

  • 1Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… …

    Dictionary of Greek

  • 2φυζακινός — ή, όν, Α (επικ. τ.) αυτός που τρέπεται εύκολα σε φυγή, δειλός, φοβιτσιάρης («Τρῶας... οἳ τὸ πάρος περ φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φυζ ακ ινός έχει σχηματιστεί από τη λ. φύζα* «φυγή» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *φύζ αξ… …

    Dictionary of Greek

  • 3Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …

    Dictionary of Greek

  • 4περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον …

    Dictionary of Greek

  • 5ASTRAEA — I. ASTRAEA Astraei, Arcadiae Regis (quidam scribunt Titani fratris Saturni) et Aurorae, sive, ut Hesiodus, et alii volunt, Iovis ac Themidis Caelô et Terrâ prognatae filia; ob aequitatem suam Iustitia dicta. Qoae aureô saeculô a caelis in terram… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6Παπαζώλης, Γεώργιος — (Σιάτιστα περ. 1725 26 – Πάρος; 1770;). Έλληνας στρατιωτικός και πατριώτης. Σπούδασε στα σχολεία της ιδιαίτερης πατρίδας του και ασχολήθηκε με το εμπόριο, μάλλον χωρίς επιτυχία, στην κεντρική Μακεδονία και αργότερα στη Ρωσία. Κατατάχτηκε στο… …

    Dictionary of Greek

  • 7per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …

    Proto-Indo-European etymological dictionary