τὸ νυμφεῖον
1νυμφεῖον — νυμφεῖος bridal masc acc sg νυμφεῖος bridal neut nom/voc/acc sg νυμφεῖος bridal masc/fem acc sg νυμφεῖος bridal neut nom/voc/acc sg …
2NYMPHETA — in veter libro Glossarum P. Puteani, Urbs omnis dividitur in sex partes, i. e. templa, domos, vicos, insulas, plateas et angiportus templa sunt loca Diis sacrata. Domus publica aedificta, i. e. theatra, amphitheatra, circi, balnea, sive thermae,… …
3κατασκαφής — κατασκαφής, ές (Α) ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ σκαφής, νεο σκαφής] …
4λιθόστρωτος — η, ο (AM λιθόστρωτος, ον) ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῑον... είσεβαίνομεν», Σοφ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι αρχ. 1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό… …
5νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… …
6ՓԵՍԱՅԱՐԱՆ — (ի, աւ.) NBH 2 0940 Chronological Sequence: Unknown date, 5c գ. νυμφεῖον thalamus. Տուն փեսայի կամ հարսանեաց. հարսնարան. եւ Առագաստ. սենեակ փեսայի եւ հարսին. *Ի փեսայարանն ընդ փեսային մտանիցեմք. . . Փեսայարան զանձինս ետուն: Որ սիրեն ʼի փեսայարանն …