τὸ μὴ προμαϑεῖν
1προμαθεῖν — προμανθάνω learn beforehand aor inf act (attic epic doric) …
2προμανθάνω — Α 1. μαθαίνω προηγουμένως 2. (στον αόρ.) προέμαθον γνωρίζω εκ τών προτέρων, από προηγούμενη μάθηση («ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῑν», Πίνδ.) 3. (με αιτ.) α) προδιδάσκομαι ή συνηθίζω κάτι εκ τών προτέρων β) μαθαίνω κάτι σταδιακά ή μηχανικά («ἄθλους… …