τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν διάστημα

  • 1πλίγμα — ατος, τὸ, Α [πλίσσομαι] 1. άνοιγμα τών ποδιών, η απόσταση ανάμεσα σε ανοιχτά πόδια, δρασκελιά, βήμα 2. το διάστημα μεταξύ τών μηρών, η πλιχάς* 3. (κατά τον Ησύχ.) παλαιστικό τέχνασμα, (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πεδίκλωμα 4. στον πληθ. τὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 2Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …

    Dictionary of Greek