τὸ μείουρον

  • 1μείουρος — η, ο (ΑM μείουρος, ον) 1. αυτός που έχει κοντή ουρά, κοντό άκρο, κολοβωμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο μείουρος (μετρ.) εξάμετρος στίχος στον οποίο η πρώτη συλλαβή ενός ή δύο τελευταίων ποδών είναι βραχεία αντί να είναι μακρά μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …

    Dictionary of Greek