τὸ μήνιμα
1μήνιμα — μήνιμα, τὸ (Α) [μηνίω] 1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.) 2. ενοχή, ιδίως για φόνο 3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής …
2μήνιμα — μήνῑμα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc sg …
3μηνίματ' — μηνί̱ματα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc pl μηνί̱ματι , μήνιμα cause of wrath neut dat sg μηνί̱ματε , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc dual …
4μήνισμα — τὸ (Α) [μηνίζω] μήνιμα* …
5μηνίαμα — μηνίαμα, τὸ (Α) [μηνιώ] μήνιμα* …
6προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] …
7μηνιμάτων — μηνῑμάτων , μήνιμα cause of wrath neut gen pl …
8μηνίμασι — μηνί̱μασι , μήνιμα cause of wrath neut dat pl …
9μηνίματα — μηνί̱ματα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc pl …
10μηνίματος — μηνί̱ματος , μήνιμα cause of wrath neut gen sg …