τὸ καλὸν μὴ καλὸν εἶναι

  • 21MEDICUM seu Citreum malum — e Perside vel Media, in Graeciam sero admodum allatum est, nec nisi mediae Comoediae Poetarum aevô. Meminitque primus eius Antiphanes, in Boeotiae, qui fabulas in scena dictavit, post Olympiadem 98. Versus sic habent. A. ἀλλὰ ταυτἰ λάμβανε… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 22Τυρταίος — Αρχαίος Έλληνας ποιητής (γεννημένος, κατά την πιθανότερη εκδοχή, στη Λακεδαίμονα), που διακρίθηκε γύρω στο 650 π.Χ., όταν με τα τραγούδια του ενθουσίασε, κατά τον B’ Μεσσηνιακό πόλεμο τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των γειτόνων τους… …

    Dictionary of Greek

  • 23επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …

    Dictionary of Greek

  • 24εύπλους — εὔπλους, ουν και εὔπλοος, οον (Α) 1. αυτός που είναι καλός να τόν διαπλεύσει κάποιος («πλοῡς εὔπλους» η εύπλοια, Ηριν.) 2. αυτός που εκτελεί καλόν πλου. επίρρ... εὔπλως (Μ) ευνοϊκά, καλοτάξιδα, με ευνοϊκό καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλους] …

    Dictionary of Greek

  • 25μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… …

    Dictionary of Greek

  • 26μοιράδι — το (Μ μοιράδιον και μεράδι και μεράδιν και μεράδιον και μοιράδι και μοιράδιν) 1. τεμάχιο γης, φέουδο 2. μερίδιο κληρονομιάς, μερτικό 3. (γενικά) τμήμα, μέρος ενός συνόλου νεοελλ. παροιμ. «τού συντρόφου το μοιράδι δεν τό χάνει η συντροφιά» λέγεται …

    Dictionary of Greek

  • 27πάρεργος — η, ο / πάρεργος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γίνεται εκτός από το κύριο έργο και δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτό, επουσιώδης, δευτερεύων, παραπανήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το πάρεργο επουσιώδης ασχολία, δευτερεύουσα απασχόληση (α. «τό έχω ως πάρεργο» β …

    Dictionary of Greek

  • 28παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… …

    Dictionary of Greek

  • 29συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 30σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… …

    Dictionary of Greek