τὸ κέδρινον
1κέδρινον — κέδρινος of cedar masc acc sg κέδρινος of cedar neut nom/voc/acc sg …
2κέδρινος — ή, ο (Α κέδρινος ίνη, ον) [κέδρος] 1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα») 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον πάπ. το πορτοκαλί χρώμα …
3κέδριον — κέδριον, τὸ (Α) [κέδρος] δ. γρφ. τού κέδρινον (βλ. κέδρινος) …