τὸ εὔϑυμον
1Εὔθυμον — Εὔθυμος kind masc acc sg …
2εὔθυμον — εὔθῡμον , εὔθυμος kind masc/fem acc sg εὔθῡμον , εὔθυμος kind neut nom/voc/acc sg …
3εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… …
4ЭВТЮМИЯ — ЭВТЮМИЯ (греч. εὐθυμία, от εὐ благо, θυμός дух): «хорошее расположение духа», «благодушие» один из терминов, изобретенных Демокритом для обозначения счастья: «счастье же он называет и эвтюмией, и благосостоянием (εύεστώ), и гармонией, и… …