τὸ εὐποιητικόν
1εὐποιητικόν — εὐποιητικός disposed to do good masc acc sg εὐποιητικός disposed to do good neut nom/voc/acc sg …
2ευποιητικός — εὐποιητικός, ή, όν (Α) [ευποίητος] 1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόν η ευεργεσία 3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών …