τὸ δῶμα π

  • 41δω — δῶ, το (Α) δώμα …

    Dictionary of Greek

  • 42δωμάτιο — το (AM δωμάτιο) [δώμα] καθένας από τους χώρους στους οποίους χωρίζεται το εσωτερικό σπιτιού νεοελλ. ναυτ. μεγάλος θάλαμος πλοίου που χρησιμεύει ως κοιτώνας τών κατώτερων βαθμοφόρων αρχ. μσν. στον πληθ. δώματα ταράτσες σπιτιού αρχ. 1. κατοικία 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 43δωματίτης — δωματίτης, ο (Α) αυτός που ανήκει στο δώμα, στο σπίτι, οικιακός …

    Dictionary of Greek

  • 44δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 45εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με …

    Dictionary of Greek

  • 46επιδωμάτιος — ἐπιδωμάτιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται πάνω στο δώμα («ἐπιδωμάτιος χόρτος») …

    Dictionary of Greek

  • 47επιδωμώ — ἐπιδωμῶ, άω (Α) χτίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δωμάω, ώ (< δώμα < δέμω*), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. δεμ ] …

    Dictionary of Greek

  • 48επιρραίνω — ἐπιρραίνω (AM) 1. ραίνω, ραντίζω («[δῶμα] ἐπιρραίνειν... ἀβλαβές ὕδωρ», Θεόκρ.) 2. (για δημητριακούς καρπούς, φύλλα, λουλούδια κ.λπ.) σκορπίζω στο κεφάλι κάποιου («ἄνωθεν ἐπιρραίνουσι μυρσίνην τε καὶ δάφνην», Τζέτζ.) αρχ. χύνω υγρό πάνω ή γύρω σε …

    Dictionary of Greek

  • 49ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 50κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… …

    Dictionary of Greek