τὸ διὰ μέσου τ

  • 91καπνοσύριγγα — ἡ 1. μικρός σωλήνας στην άκρη τού οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση, πίπα 2. σκεύος καπνίσματος που αποτελείται από μικρό κοίλωμα στο οποίο τοποθετείται και καίγεται ο καπνός… …

    Dictionary of Greek

  • 92κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 93κατάποση — η (Α κατάποσις) [καταπίνω] το να καταπίνει κάποιος, το κατάπιομα νεοελλ. φυσιολ. η λειτουργία με την οποία ο βλωμός κατέρχεται από την κοιλότητα τού στόματος διά μέσου τού οισοφάγου στο στομάχι αρχ. το όργανο με το οποίο γίνεται η κατάποση, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 94καταβλώσκω — (Α) 1. κατέρχομαι, κατεβαίνω 2. (για ποτάμι) διέρχομαι, περνώ διά μέσου κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλώσκω «έρχομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 95καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …

    Dictionary of Greek

  • 96καταπείρω — (AM) 1. διατρυπώ, «σουβλίζω» κάποιον 2. μέσ. περνώ διά μέσου κάποιου, εισδύω βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πείρω «εισδύω, τρυπώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 97καταφόρηση — ἡ 1. η μεταφορά προς τα κάτω, η εξώθηση προς τα κάτω («καταφόρηση άμμου από τα νερά τού ποταμού») 2. χημ. μετατόπιση τών σωματιδίων προς την κάθοδο σε ένα κολλοειδές σύστημα υπό την επίδραση τού ηλεκτρικού πεδίου 3. ιατρ. εισαγωγή φαρμακευτικών… …

    Dictionary of Greek

  • 98κατηγγειωμένως — (Α) επίρρ. διὰ μέσου αιμοφόρων αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηγγειωμένος τού ρ. καταγγειούμαι «είμαι γεμάτος αιμοφόρα αγγεία»] …

    Dictionary of Greek

  • 99κατηφορικός — ή, ό (Μ κατηφορικός, ή, όν) [κατήφορος] αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω, επικλινής, κατωφερής («κατηφορικό μονοπάτι»). επίρρ... κατηφορικά 1. επικλινώς 2. διά μέσου κατηφορικού δρόμου …

    Dictionary of Greek

  • 100κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… …

    Dictionary of Greek