τὸ διὰ μέσου τ
71ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …
72ηλεκτραγωγός — ό αυτός διά μέσου τού οποίου διέρχεται εύκολα ο ηλεκτρισμός, ο ευηλεκτραγωγός, ο καλός αγωγός τού ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrical conductor < electrical «ηλεκτρικός» + conductor «αγωγός». Η λ.… …
73ηλεκτρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλεκτρισμό («ηλεκτρικός αγωγός») 2. αυτός που προκαλείται ή παράγεται από το ηλεκτρικό ρεύμα, από τον ηλεκτρισμό («ηλεκτρικό φως») 3. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτρική μηχανή») 4. αυτός που… …
74ηλεκτροσόκ — Θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική και χαρακτηρίζεται από την εξαπόλυση μιας τυπικής επιληπτικής κρίσης που επιτυγχάνεται με τη δίοδο εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος 100 130 V για 2 3 δέκατα του δευτερολέπτου, με δύο… …
75ηλεκτροφωταύγεια — Η εκπομπή φωτός από ορισμένες φωσφορίζουσες ουσίες, όταν επιδράσει σε αυτές ένα μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό πεδίο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για φωτισμό αν εφαρμοστούν τάσεις 400 500 V στα άκρα μιας διηλεκτρικής επικάλυψης, με πάχος περίπου 2,5 μm,… …
76ηλεκτρώσμωση — Ηλεκτροκινητικό φαινόμενο κατά το οποίο συντελείται η δίοδος ρευστού από πορώδη διαφράγματα με την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο της η. παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1808 και είναι ανάλογου χαρακτήρα προς το φαινόμενο της… …
77ημιδιαφανής — ές 1. ο ατελώς διαφανής, που δεν επιτρέπει την πλήρη διάβαση τών φωτεινών ακτινών 2. φρ. «ημιδιαφανή υλικά» τα σώματα εκείνα που επιτρέπουν μεν τη διέλευση τού φωτός μέσα από τη μάζα τους, αλλά διά μέσου τών οποίων διακρίνει κάποιος αδρομερώς την …
78ηνεμόφοιτος — ἠνεμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται, που έρχεται διά μέσου τού ανέμου («ἠνεμόφοιτος βροντή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ήνεμος «άνεμος» + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. ομό φοιτος, υγρό φοιτος] …
79θαιροδύτης — θαιροδύτης, ό (Α) πληθ. οί θαιροδύται οι κρίκοι διά μέσου τών οποίων διέρχονται τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαιρός* + δύτης (< δύω), πρβλ. εκ δύτης, επεν δύτης] …
80θαλασσοπορώ — (Α θαλασσοπορῶ, έω) [θαλασσοπόρος] πλέω διά μέσου της θάλασσας …