τὸ διὰ μέσου τ
61διαστείβω — (Α) 1. προχωρώ διά μέσου 2. καταπατώ …
62εξελκυσμός — ο (Α ἐξελκυσμός) ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος τού κυήματος από τα γεννητικά όργανα τής μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών αρχ. 1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση 2. μετακίνηση …
63επαίσθημα — ἐπαίσθημα, το (Α) η διά μέσου τών αισθήσεων αίσθηση, η αντίληψη …
64επαίσθησις — ἐπαίσθησις, η (Α) η διά μέσου τών αισθήσεων αίσθηση, κατανόηση, αντίληψη …
65ερετμώ — ἐρετμῶ, όω (Α) [ερετμόν] 1. εφοδιάζω με κουπιά («χεῑρας ἐρετμώσαντες» επιτιθέντες με τα κουπιά στα χέρια, Ορφ.) 2. διασχίζω κωπηλατώντας, διέρχομαι διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», Νόνν.) 3. φρ. α) «χεῑρας ἐρετμῶ» χρησιμοποιώ τα… …
66ετερόφωτος — η, ο και ετεροφώτιστος, η, ο 1. (για πλανήτες) αυτός που παίρνει φως από άλλο ουράνιο σώμα, αυτός που δεν είναι αυτόφωτος, ο αλλόφωτος 2. αυτός που φωτίζεται διά μέσου άλλου («δωμάτιο ετερόφωτο») 3. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δέχεται ιδέες ή… …
67ευδίοπτος — εὐδίοπτος, ον (Α) 1. αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί κάποιος να δει εύκολα, ο διαφανής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδίοπτον η διαφάνεια («τὸ εὐδίοπτον τῆς θαλάσσης», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δί οπτος «διαφανής»] …
68ζωφορία — και ιων. τ. ζωφορίη, ἡ (Α) [ζωφόρος (ΙΙ)] η πορεία τού ήλιου διά μέσου τού ζωδιακού κύκλου …
69ηερόφοιτος — ἠερόφοιτος και ἠερίφοιτος, ον (Α) 1. (για πτηνά) αυτός που συχνάζει ή πλανιέται στον αέρα 2. (για τη σελήνη) ἠεροφοῑτις* που πλανιέται στον αέρα, που διέρχεται διά μέσου τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν.… …
70ηερόφωνος — ἠερόφωνος, ον (Α) αυτός πού ηχεί διά μέσου τού αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο + φωνή. Το α συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ ος), οπότε η σημασία είναι… …