τὸ διὰ μέσου τ

  • 51ανάμεσα — και αναμεσά και ανάμεσο και αναμεσό(ν) επίρρ. 1. τοπ. α) μεταξύ, στο μεταξύ β) στο μέσον, διά μέσου 2. χρον. κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, στο μεταξύ διάστημα 3. (για πρόσωπα ή πράγματα) στις μεταξύ τους σχέσεις 4. φρ. «ανάμεσα στ άλλα», εκτός από τα …

    Dictionary of Greek

  • 52διαβάλλω — (AM διαβάλλω) κατηγορώ, συκοφαντώ, δυσφημώ αρχ. 1. περνώ κάτι διά μέσου άλλου, διαπερνώ 2. ρίχνω απέναντι ή περνώ κάποιον ή κάτι απέναντι, διαπεραιώνω 3. διαβαίνω, υπερβαίνω 4. κάνω κάποιους να φιλονικήσουν 5. διαφωνώ 6. κατηγορώ ή λοιδορώ… …

    Dictionary of Greek

  • 53διαβλέπω — (AM διαβλέπω) 1. βλέπω διά μέσου άλλου 2. συμπεραίνω μετά από οξυδερκή και προσεκτική παρατήρηση αρχ. 1. βλέπω κάτι από εποπτική θέα με μεγάλη προσοχή 2. βλέπω με σαφήνεια, με διαύγεια, καθαρά 3. προσβλέπω, κοιτάζω …

    Dictionary of Greek

  • 54διαβομβώ — διαβομβῶ ( έω) (Α) 1. βομβώ διά μέσου 2. διαδίδω φήμες …

    Dictionary of Greek

  • 55διαδύω — και διαδύνω (AM) χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου αρχ. 1. διέρχομαι διά μέσου 2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω 3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες …

    Dictionary of Greek

  • 56διακυτταρικός — ή, ό 1. αυτός που περνά διά μέσου τών κυττάρων 2. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών κυττάρων …

    Dictionary of Greek

  • 57διαμετακομίζω — 1. μεταφέρω από έναν τόπο στον άλλο διά μέσου τρίτου τόπου 2. μεταφέρω από τελωνειακή αποθήκη σε άλλη αποθήκη ή σε άλλο τελωνείο ή σε άλλη χώρα αφορολόγητα εμπορεύματα …

    Dictionary of Greek

  • 58διαπηδώ — (Α διαπηδῶ, άω) 1. πηδώ μέσα από κάτι 2. διαρρέω, εκρέω διά μέσου …

    Dictionary of Greek

  • 59διαρρέω — (AM διαρρέω) 1. ρέω κατά μήκος ή διά μέσου 2. (για δοχεία, σκεύη κ.λπ.) δεν έχω στεγανότητα 3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ σιγά σιγά 4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω απαρατήρητος αρχ. μσν. εξαφανίζομαι, διασκορπίζομαι αρχ. 1. (για φήμη) α) θεωρούμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 60διαστίλβω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ 2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek