τὸ διὰ μέσου τ

  • 21συγκοινωνώ — συγκοινωνῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. συνδέομαι με κάτι άλλο, έχω επικοινωνία («τα δωμάτια δεν συγκοινωνούν») 2. έχω συγκοινωνία με έναν άλλο τόπο με τη βοήθεια χερσαίου, θαλάσσιου ή εναέριου συγκοινωνιακού μέσου («η Αθήνα συγκοινωνεί με την Κρήτη… …

    Dictionary of Greek

  • 22χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …

    Dictionary of Greek

  • 23ՄԷՋ — (միջոյ, ով. ʼի միջի. ՄԷՋՔ միջաց, կամ ջոց, ովք կամ օք.) NBH 2 0259 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 13c, 14c գ. ՄԷՋ ՄԷՋՔ. լծ. հյ. մէտ. յն. μέσος . լտ. medium, mediocritas. դաղմ. մէծ, մէ՛ծտու.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 24αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… …

    Dictionary of Greek

  • 25ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… …

    Dictionary of Greek

  • 26κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …

    Dictionary of Greek

  • 27μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …

    Dictionary of Greek

  • 28οπαίος — α, ο (Α ὀπαῑος, αία, ον) [οπή] αυτός που έχει οπή ή άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οπαίο α) ναυτ. μεγάλη τετράπλευρη οπή τού καταστρώματος πλοίου, όπου στερεώνεται η έδρα τού μεγάλου επιστηλίου β) στρ. η κεντρική οπή τού κλείστρου τών… …

    Dictionary of Greek

  • 29παροδεύω — Α [οδεύω] 1. περνώ μπροστά από κάποιον ή κάτι, παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», Θεόκρ.) 2. για χρόνο, για νερό κ.ά.) τρέχω, κυλώ («διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει», Πορφ.) 3. (με αιτ.) περνώ διά μέσου ή κοντά σε κάτι,… …

    Dictionary of Greek

  • 30πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… …

    Dictionary of Greek