τὸ διὰ μέσου τ
121μετασχηματισμός — ο (Α μετασχηματισμός) [μετασχηματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασχηματίζω, η μετατροπή, η μεταβολή σχήματος ή μορφής, η μεταμόρφωση, η μετάπλαση, η μεταποίηση («ἐπιφέρει τὸ πλῆθος τῶν ἐν μέρει μετασχηματισμῶν αὐτῆς», Στράβ.) νεοελλ. 1 …
122μετασύγκριση — η (Α μετασύγκρισις) [μετασυγκρίνω] νεοελλ. θεραπευτική μέθοδος η οποία συνίσταται στη βαθμιαία τόνωση τού ασθενούς ύστερα από χρόνιο νόσημα και στη μεταβολή τής δίαιτάς του καθώς και στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων τα οποία προκαλούν εφίδρωση τού… …
123μετεωρίτης — ο 1. αστρον. κάθε μεσοπλανητικό σωματίδιο ή αντικείμενο το οποίο επιζεί από την πτώση του στην επιφάνεια ενός πλανήτη ή δορυφόρου 2. φρ. «βροχή μετεωριτών» αστρον. πτώση σμήνους μετεωριτών στην επιφάνεια τής Γης διά μέσου τής ατμόσφαιρας, αλλ.… …
124μηροκήλη — η (Α μηροκήλη) κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου τού μηριαίου δακτυλίου στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη, ομφαλο κήλη)] …
125μικροπύλη — η 1. βιολ. μικροσκοπική οπή που βρίσκεται στον πρόσθιο πόλο τού ωαρίου τών εντόμων και διά μέσου τής οποίας εισέρχονται τα σπερματοζωάρια διασχίζοντας το χόριο και τό γονιμοποιούν 2. βοτ. μικρό άνοιγμα μεταξύ τών άκρων τών χιτώνων στην κορυφή τής …
126μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… …
127μπάσιμο — το [μπάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπάζω ή τού μπαίνω 2. τόπος διά μέσου τού οποίου μπορεί κανείς να μπει κάπου, η μπασιά 3. είσοδος σε περιφραγμένο χώρο 4. ζάρωμα, μάζεμα συστολή 5. μτφ. επίθεση εναντίον κάποιου με λόγια …
128μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …