τὸ διὰ μέσου τ
111λιακωτό — και ηλιακωτό, το χώρος τού σπιτιού εκτεθειμένος στον ήλιο είτε απευθείας είτε διά μέσου υαλοπινάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού λιακωτός < *ἡλιακωτός < ἡλιακός] …
112λιθοτριψία — Νέα ιατρική τεχνική που χρησιμοποιεί ηλεκτρισμό ή εστιαζόμενα και συγκεντρωμένα υπερηχητικά κύματα κρούσης. Εφαρμόζεται στην εξωσωματική διάσπαση λίθων που σχηματίζονται κυρίως στο ουροποιητικό σύστημα. Ακολουθείται από έκπλυση με σκοπό την… …
113μάλαξη — η (AM μάλαξις) [μαλάσσω] το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση νεοελλ. συν. στον πληθ. οι μαλάξεις σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους… …
114μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …
115μεσοπόρος — μεσοπόρος, επικ. τ. μεσσοπόρος, ον (Α) 1. αυτός που προχωρεί στο μέσο 2. αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου τής θάλασσας ή τού αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι αἰθέρος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόρος (πρβλ. οδοι πόρος). Η… …
116μεσόπορος — και, επικ. τ., μεσσόπορος, ον (Α) αυτός διά μέσου τού οποίου ταξιδεύει, προχωρεί ή πλέει κάποιος («μεσοπόροις ἐν πελάγεσσι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόρος (πρβλ. βαθύ πορος, ευθύ πορος). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ. (για… …
117μετακιάθω — (Α) (μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.) 2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.) 3. πηγαίνω σε επίσκεψη 4. μεταβαίνω για… …
118μεταπόντιος — μεταπόντιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν τῷ μέσῳ ἣ διὰ μέσου τῆς θαλάσσης, ο πελάγιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πόντιος (< πόντος)] …
119μεταστροφέας — ο [μεταστροφή] αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται η μεταστροφή, ο μεταγωγός …
120μετασυγκρίνω — (Α) (ως τεχνικός ιατρικός όρος τής μεθοδικής σχολής) μεταβάλλω το ανθρώπινο σώμα ή την εσωτερική σύστασή του αφαιρώντας τους νοσογόνους χυμούς διά μέσου τών πόρων τού δέρματος με τη χρήση φυσικών ή φαρμακευτικών μέσων που προκαλούν εφίδρωση …