τὸ διὰ μέσου τ

  • 101κοιλιοκήλη — η ιατρ. πρόπτωση ενδοκοιλιακού σπλάγχνου δια μέσου ασθενούς σημείου τών κοιλιακών τοιχωμάτων, συνήθως ύστερα από κάποια εγχείρηση ή ως αποτέλεσμα διάστασης τών κοιλιακών μυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κήλη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 102κοινωνιοθεραπεία — η (ψυχολ.) το σύνολο τών μεθόδων που έχουν ως σκοπό τη θεραπεία τών συναισθηματικών διαταραχών και τών διαταραχών τής προσωπικότητας, διά μέσου τών σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, φυσικής ή τεχνητής, στην οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 103κολαουζιέρης — ο (σε σπογγαλιευτικό πλοίο) ο ναύτης που στέκεται στο πρωραίο κατάστρωμα και επικοινωνεί διά μέσου τού κολαούζου με τον δύτη ο οποίος έχει καταδυθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολαούζος, με τη σημ. 4. + κατάλ. ιέρης (< ιταλ. iere), πρβλ. κοινον ιέρης,… …

    Dictionary of Greek

  • 104κολλοειδοθεραπεία — η χρησιμοποίηση στη θεραπευτική κολλοειδών μετάλλων και αμετάλλων λόγω τής εύκολης διάχυσής τους διά μέσου ζωντανών ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊdotherapie < colloϊdo (< colloϊde «κολλοειδής») + therapie (< θεραπεία)] …

    Dictionary of Greek

  • 105κοπρανουρία — η η αποβολή διά μέσου τής ουρήθρας κοπρανωδών ουσιών αναμεμιγμένων με τα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. fecaluria < fecal , που αποδίδεται ως κοπραν (< κόπρανο), + uria… …

    Dictionary of Greek

  • 106κρυσταλλοειδής — ές (AM κρυσταλλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως 2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές… …

    Dictionary of Greek

  • 107κυκλώνας — Σύστημα που συνδυάζει χαμηλές πιέσεις και ισχυρούς ανέμους. Αντίθετης μορφής είναι οι καλούμενοι αντικυκλώνες ή υφέσεις, που αποτελούνται από υψηλές πιέσεις και ανέμους σχετικά μικρής έντασης. Οι κ. αποτελούν μια βίαιη ατμοσφαιρική διατάραξη… …

    Dictionary of Greek

  • 108κυστεοκήλη — η κήλη τής ουροδόχου κύστεως διά μέσου τού πρόσθιου τοιχώματος τού κολεού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystocele < cysto(o) (βλ. κυστε[ο] ) + cele (< κήλη)] …

    Dictionary of Greek

  • 109κόπρανα — τα (ΑM κόπρανα) τα στερεά άχρηστα προϊόντα τής πέψης που αποβάλλονται διά μέσου τού πρωκτού, τα περιττώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα αν ον (πρβλ. έδρ αν ον, κόπ αν ον)] …

    Dictionary of Greek

  • 110λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …

    Dictionary of Greek