τὸ διάδημα
1διάδημα — band neut nom/voc/acc sg …
2διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… …
3διάδημ' — διάδημα , διάδημα band neut nom/voc/acc sg …
4διαδημάτων — διάδημα band neut gen pl …
5διαδήμασι — διάδημα band neut dat pl …
6διαδήμασιν — διάδημα band neut dat pl …
7διαδήματα — διάδημα band neut nom/voc/acc pl …
8διαδήματι — διάδημα band neut dat sg …
9διαδήματος — διάδημα band neut gen sg …
10στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …