τὸ δεινόν

  • 51σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… …

    Dictionary of Greek

  • 52ταρβαρέον — Α (κατά τον Ησύχ.) «δεινόν, φοβερόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί ταρβαλέος] …

    Dictionary of Greek

  • 53τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 54τολυπεύω — Α [τολύπη] 1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.) 2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.) 3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 55ՈՃԻՐ — (իրք, իրս.) NBH 2 0515 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 15c գ. ՈՃԻՐ. ἕργον δεινόν actus dirus, scelus, malum grave δράμα facinus. գրի եւ ՕՃԻՐ, ՈՃԻՌ, ՕՃԻՌ. Չար ինչ մեծ. դժնեայ իրք. եղեռն. ապիրատութիւն. վնաս.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 56ГЕРАСИМ ХАЛКЕОПУЛ — [греч. Γεράσιμος Χαλκεόπουλος] (1 я пол. XV в.?), иером., визант. мелург. Согласно свидетельству в Анфологии Athen. Bibl. Nat. 2406 (1453 г.), Г. Х. происходил из г. Фессалоники. С этим согласуется и тот факт, что один из самых ранних источников …

    Православная энциклопедия