τὸ δεινόν

  • 21PHORCUS sive PHORCYS — PHORCUS, sive PHORCYS Ponti ac Terrae filius. Hesiod. in Theogon. v. 237. Αὖτις δ᾿ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν, Γαίῃ μισγόμενος, καὶ Κητὼ καλλιπάρῃον. Varro tamen Theseae, alii Thoosae legunt, Nymphae ac Neptuni filium fuisse scribit,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 22THESAURUS — pecunia in futuros usus recondita a privatis, ita ut neque memoria exstet, neque dominum habeat, l. 1. ff. de acquir. rer. dom. sive, ut definit M. Aurelius Cassiodorus, l. 6. Ep. 8. Depositiva pecunia, quae longâ temporis vetustate competentes… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 23TYPHON — Gigas, de quo sic seribit Homer. Hymm. in Apoll. v. 300. s. Iunonem aegre ferentem, quod Iuppiter sine se ex capite Minervam peperisset, Caelum ac Terram precatam fuisle, omnesque Deos superos et inferos, ut posset et ipsa sine maris congressu… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 24αμφίστερνος — ἀμφίστερνος, ον (Α) αυτός που έχει διπλό στέρνο. Κατά τον Ησύχ. «ἀμφίστερνον δεινόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στερνος < στέρνον] …

    Dictionary of Greek

  • 25ανθηρός — ή, ό (AM ἀνθηρός, ά, όν) [άνθος] (για έδαφος ή τόπο) αυτός που έχει πολλά άνθη, λουλουδιασμένος νεοελλ. μτφ. 1. (για πρόσωπα) δυνατός, γερός, ευδιάθετος 2. (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί 3. φρ. «ανθηρά οικονομικά μέσα»… …

    Dictionary of Greek

  • 26δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …

    Dictionary of Greek

  • 27δείνα — ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το) (για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ ἔδρασ ὁ δεῑνα;») αρχ. το ουδ. ως ουσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 28εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 29εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 30επιδεινώνω — χειροτερεύω, καθιστώ κάτι δυσκολότερο («η ανεργία επιδεινώνει τα προβλήματα», «η κατάστασή του επιδεινώθηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *δεινώνω (< δεινόω, ώ < δεινόν «συμφορά, κακό»), τ. που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει στη Νέα Ελληνική] …

    Dictionary of Greek