τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σαφ' εἰδέναι δίχα
1τοπάζω — Α [τόπος] 1. τοποθετώ 2. υποθέτω, υπολαμβάνω, θεωρώ («τὸ γὰρ τοπάζειν τοῡ σάφ εἰδέναι δίχα», Αισχύλ.) 3. (με εξαρτημένη πρότ. που εισάγεται με το εἰ) υποπτεύομαι μήπως... («τοπάζειν εἴτε... εἴτε μή», Πλάτ.) …