τὸ γάρ ἐστι

  • 71Heraklit — Héraclite d Éphèse Pour les articles homonymes, voir Héraclite. Héraclite, huile sur toile d Hendrick ter Brugghen …

    Wikipédia en Français

  • 72Héraclite — Pour les articles homonymes, voir Héraclite (homonymie). Héraclite d Éphèse Philosophe grec Antiquité …

    Wikipédia en Français

  • 73Héraclite d'Ephèse — Héraclite d Éphèse Pour les articles homonymes, voir Héraclite. Héraclite, huile sur toile d Hendrick ter Brugghen …

    Wikipédia en Français

  • 74Héraclite d'Éphèse — Pour les articles homonymes, voir Héraclite. Héraclite, huile sur toile d Hendrick ter Brugghen …

    Wikipédia en Français

  • 75Héraclite d’Éphèse — Héraclite d Éphèse Pour les articles homonymes, voir Héraclite. Héraclite, huile sur toile d Hendrick ter Brugghen …

    Wikipédia en Français

  • 76κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 77ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …

    Dictionary of Greek

  • 78Codex Nanianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 030 Mark 5:18 (Tregelles facsimile edition) …

    Wikipedia

  • 79έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …

    Dictionary of Greek

  • 80ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… …

    Dictionary of Greek