τὸ βούλευμα
1βούλευμα — resolution neut nom/voc/acc sg …
2βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… …
3βούλευμα — το απόφαση, γνωμοδότηση, προδικαστική απόφαση: Εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα για τον κατηγορούμενο από το πλημμελειοδικείο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βούλευμ' — βούλευμα , βούλευμα resolution neut nom/voc/acc sg …
5βουλευματίων — βούλευμα resolution neut gen pl βουλευμάτιον neut gen pl …
6βουλευμάτων — βούλευμα resolution neut gen pl …
7βουλεύμασι — βούλευμα resolution neut dat pl …
8βουλεύμασιν — βούλευμα resolution neut dat pl …
9βουλεύματα — βούλευμα resolution neut nom/voc/acc pl …
10βουλεύματι — βούλευμα resolution neut dat sg …