τὸ αἰδοῖον
41χρυσίο — το / χρυσίον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρουσίον Α [χρυσός (Ι)] 1. χρυσά νομίσματα 2. (κατ επέκτ.) πολλά χρήματα, πλούτος αρχ. 1. κομμάτι χρυσού 2. πλάκα ή κόσμημα χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», Θουκ.) 3. χρυσή κλωστή 4. προσφώνηση αγαπημένων… …
42ψύλλος — ο, ΝΜΑ είδος εντόμου που ζει παρασιτικά στους ανθρώπους και στα ζώα νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών, άπτερων ολομετάβολων εντόμων τής τάξης σιφωνάπτερα 2. φρ. α) «για ψύλλου πήδημα» για ασήμαντη αφορμή β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο …
43ԱՄՕԹ — (ոյ, ով, ամօթս, զամօթս.) NBH 1 0077 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. αἱσχύνη, ἑντροπή pudor, verecundia Կիրք ամաչելոյ. (որպէս յաղաչելոյ՝ աղօթք, յարածելոյ՝ արօտ.) շառագունութիւն դիմաց.… …
44ՁԻԱՆԴԱՄ — ( ) NBH 2 0156 Chronological Sequence: Early classical ա. Ունօղ զանդամ կամ զանսանձ ցանկութիւն հանգոյն ձիոյ, եւ ձիոց. ըստ յն. ամօթոյք ձիոց. αἱδοῖον ἴππου. *Արձակեցեր զաչս ... յիշանդամս եւ (ʼի) ձիանդամս. Եզեկ. ՟Ի՟Գ. 20 …
45αἰδοίοιο — αἰδοί̱οιο , αἰδοῖον privy parts neut gen sg (epic) αἰδοί̱οιο , αἰδοῖος having a claim to regard masc/neut gen sg (epic) …
46αἰδοίοις — αἰδοί̱οις , αἰδοῖον privy parts neut dat pl αἰδοί̱οις , αἰδοῖος having a claim to regard masc/neut dat pl …
47αἰδοίοισι — αἰδοί̱οισι , αἰδοῖον privy parts neut dat pl (epic ionic aeolic) αἰδοί̱οισι , αἰδοῖος having a claim to regard masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
48αἰδοίοισιν — αἰδοί̱οισιν , αἰδοῖον privy parts neut dat pl (epic ionic aeolic) αἰδοί̱οισιν , αἰδοῖος having a claim to regard masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
49αἰδοίου — αἰδοί̱ου , αἰδοῖον privy parts neut gen sg αἰδοί̱ου , αἰδοῖος having a claim to regard masc/neut gen sg …
50αἰδοίωι — αἰδοί̱ῳ , αἰδοῖον privy parts neut dat sg αἰδοί̱ῳ , αἰδοῖος having a claim to regard masc/neut dat sg …