τὸ αἰδοῖον

  • 21επίσειον — και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον) 1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος τού αιδοίου 2. η τρίχωση τού εφηβαίου, η ήβη 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα… …

    Dictionary of Greek

  • 22κέραξ — κέραξ, ακος, ὁ (Α) [κέρας] (κατά τον Ησύχ.) «θρίξ. τόξον. καὶ αἰδοῑον» …

    Dictionary of Greek

  • 23κοτίλλιν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀνδρὸς αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοτίλιον] …

    Dictionary of Greek

  • 24μεσ(σ)οτύλαρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος + πιθ. τύλη «εξόγκωμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 25μολουρίς — και, κατά το λεξ. Σούδα, μολυρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα» β) «μολουρίς αἰδοῑον κολοβὴ λόγχη ἢ μόλις οὐρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μόλουρος*] …

    Dictionary of Greek

  • 26μυττός — μυττός, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος) καὶ τὸ γυναικεῑον (αἰδοῑον)». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα ττ ανάγονται σε κy , (μυττός < *μυ κy ός), ενώ είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 27νέμος — νέμος, τὸ (Α) 1. σύνδενδρος τόπος κατάλληλος για βοσκή, δάσος, άλσος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» β) «τὸ τοῡ ὀφθαλμοῡ κοῑλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με λατ. nemus «ιερό δάσος» και συνδέεται με αρχ. ιρλδ. nemed «ιερός …

    Dictionary of Greek

  • 28περίνα — Α (κατά τον Ησύχ.) «περίναιον, τὸ αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < περίνεος / περίνεον πιθ. κατ επίδραση τού πηρίς, ίνα (< πήρα*)] …

    Dictionary of Greek

  • 29περίνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το περίνεος (βλ. λ. περίνεο και περίνα)] …

    Dictionary of Greek

  • 30πλατίστακος — ὁ, Α 1. το ψάρι μύλλος*. το μυλοκόπι 2. το ψάρι σαπέρδης* 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» 4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ …

    Dictionary of Greek