τὸν ὦμον
1PELOPS — Tantali, Phrygiae Regis et Taygetes fil. cuius pater cum Deosin terris peregrinantes hospitiô ex cepisset, ut certô aliquô argumentô divinitatem eorum experiretur, filium suum illis epulandum apposuit; a cuius esu cum Dii ceteriabstinuissent,… …
2επιτρίβω — ἐπιτρίβω (Α) [τρίβω] 1. τρίβω κάτι πάνω στην επιφάνεια ή τρίβω την επιφάνεια, συνθλίβω, συμπιέζω, συντρίβω («ἐμοῡ ἐπιτριβομένου τὸν ὦμον», Αριστοφ.) 2. στενοχωρώ, βλάπτω, καταστρέφω, λυπώ, εξαντλώ («τὸν γάμον, ὅς μ’ ἐπέτριψεν», Αριστοφ.) 3.… …
3плеще — ПЛЕЩ|Е (60), А с. 1.Плечо: въздъхни помысливъ ‹о› ѹбогыхъ. како клѧчѧть надъ малъмь огньцьмь съкърчившесѧ… рѹцѣ же тъкмо съгрѣвающе: плешти же и вьсе тѣло морозъмь измьрзъше. Изб 1076, 42 об.; то же ЗЦ XIV/XV, 74б; растѧженъ же бывъ [св. Вата]… …
4боголишивыи — (2*) пр. Неразумный, глупый. В роли с.: Боголишивыи же смѣхъмь възнесеть гласъ свои. моужь же моудръ одъва осклабитьсѩ. (μωρός) Изб 1076, 180; б҃олишива. и не треба. и много ближнемоу зла створша... како мл(с)тивъ ѥсть. (πρὸς τὸν ὠμόν!) ПНЧ 1296 …
5εξιπώ — ἐξιπῶ, όω (Α) 1. πιέζω βαριά («ώς ἐμοῡ γε τῷ ξύλῳ τὸν ὦμον ἐξιπώκατον», Αριστοφ.) 2. ξεραίνω τελείως 3. καθαρίζω (κυρίως το πεπτικό σύστημα). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιπώ «πιέζω» (< ίπος «βάρος που πιέζει»)] …
6παρακροτώ — έω, Α 1. χτυπώ ελαφρώς («ὁ δὲ παρακροτεῑ ἐς τὸν ὦμον», Λουκ.) 2. μτφ. προτρέπω, ενθαρρύνω …
7ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …
8ORION — Poetis venator est, et satelles Dianae, auditor Atlantis, qui doctrinam de caelestibus motibus, et stellis ex Libya in Graeciam attulit. Nomen eius quidam ab ὥρα, quod significat differentias temporum anni, ver, aeslatem, etc. deducunt. Quamquam… …
9ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …
10γέννημα — το (AM γέννημα, Α και γένημα) 1. (για ανθρώπους και ζώα) το τέκνο, το παιδί («όχι σαν ξένο γέννημα μα πάντα ωσάν παιδί σου» «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ «Αἵμων, παίδων τῶν σῶν νέατον γέννημα», Σοφ.) 2. πληθ. οι καρποί τής γης, κυρίως τα σιτηρά… …
- 1
- 2