τὸν ἀέρα

  • 91φλάουτο — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από έναν σωλήνα από ξύλο, ασήμι ή πλατίνα, ο οποίος είναι κλειστός από το ένα άκρο, ενώ κοντά στο άλλο έχει μια τρύπα, από την οποία φυσούν τον αέρα, που, όταν χτυπά στα εσωτερικά τοιχώματα του… …

    Dictionary of Greek

  • 92Μαχ, Ερνστ — (Ernst Mach, Τουράνι, Μοραβία 1838 – Χάαρ, Βαυαρία 1916). Αυστριακός φιλόσοφος και φυσικός, ιδρυτής του εμπειριοκριτικισμού (βλ. λ.). Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και από το 1864 έως το 1901 διετέλεσε καθηγητής φυσικής και φιλοσοφίας… …

    Dictionary of Greek

  • 93σέλας πολικό — Φωτεινό φαινόμενο της ανώτερης ατμόσφαιρας, το οποίο εμφανίζεται ως φεγγοβολή, κυρίως στις περιοχές του βόρειου και νότιου Πόλου. Τα πολικά σέλα παρουσιάζονται πάντοτε με πολύ διαφορετικούς χρωματισμούς και σχήματα: άλλοτε έχουν έντονο και λαμπρό …

    Dictionary of Greek

  • 94αεράμυνα — Η οργάνωση των πολεμικών μέσων και των πολιτών μιας χώρας, με αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση της εχθρικής απειλής που εκδηλώνεται από τον αέρα. Η α. είναι ενεργή και παθητική. Την ενεργή συγκροτούν τα αεροπλάνα αναχαίτισης των εχθρικών, τα… …

    Dictionary of Greek

  • 95αεροβόρος — ο αυτός που τρέφεται από τον αέρα, που παίρνει την τροφή του από τον αέρα, αερόθρεπτος («αεροβόρα ζώα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + βορος < βορά] …

    Dictionary of Greek

  • 96αεροδρόμος — ο (AM ἀεροδρόμος, ον) όποιος διατρέχει, διασχίζει τον αέρα (ειδικότερα στα νεοελλ.) αυτός που διασχίζει τον αέρα με αεροσκάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αόρ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. ἀεροδρομῶ νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 97αεροδόνητος — η, ο (Α ἀεροδόνητος, ον) αυτός που δονείται, που σείεται από τον αέρα αρχ. αυτός που τινάζεται από τον αέρα σε μεγάλο ύψος, που ανεβαίνει στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + δονῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 98αλεξήνεμος — η, ο (Μ ἀλεξήνεμος, ον) αυτός που προφυλάσσει από τον αέρα νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ελαφρό και ευμετακίνητο έπιπλο για την προφύλαξη από τον αέρα (αλλιώς παραβάν). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + ἄνεμος. Το η ( ήνεμος) από έκταση τού α σε η λόγω …

    Dictionary of Greek

  • 99αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα …

    Dictionary of Greek

  • 100εκπνέω — (AM ἐκπνέω, Α και ἐκπνείω) 1. (για έμβια) βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα 2. παραδίδω το πνεύμα μου, πεθαίνω νεοελλ. (για χρόνο) εξαντλούμαι, τελειώνω αρχ. 1. (για τον εισπνεόμενο αέρα) βγαίνω έξω πνέοντας 2. φυσώ σαν πνοή 3.… …

    Dictionary of Greek