τὸν ἀέρα

  • 61πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… …

    Dictionary of Greek

  • 62εξαερίζω — εξαερίζω, εξαέρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εξαερίζω – εξαερώνω : η έννοια των δύο ρημάτων είναι διαφορετική εξαερίζω → ανανεώνω τον αέρα (δωματίου κτλ.) – εξαερώνω μεταβάλλω σε αέρα ή αέριο, ή αφαιρώ τον αέρα (από σωλήνα κτλ.) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 63εξαερώνω — εξαερώνω, εξαέρωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: εξαερίζω – εξαερώνω : η έννοια των δύο ρημάτων είναι διαφορετική εξαερίζω → ανανεώνω τον αέρα (δωματίου κτλ.) – εξαερώνω μεταβάλλω σε αέρα ή αέριο, ή αφαιρώ τον αέρα (από σωλήνα κτλ.) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 64αερίζω — αέρισα, αερίστηκα, αερισμένος 1. προκαλώ πνοή αέρα με κατάλληλη κίνηση, δροσίζω: Αέρισέ τον λίγο να δροσιστεί. 2. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου: Άνοιξε τα παράθυρα να αεριστεί το σπίτι. 3. εκθέτω κάτι στον αέρα: Άπλωσε τα σεντόνια έξω να… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 65Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 66Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …

    Dictionary of Greek

  • 67αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… …

    Dictionary of Greek

  • 68γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …

    Dictionary of Greek

  • 69OCEANUS — I. OCEANUS Caeli et Vestae filius, maris Deus, maritus Tethyos, fluviorum, fontiumque omnium pater; sic dictus ab Ὠκὺς, quod est velox, quod praeter SErvium testatur Solinus c. 36. his verbis: Nam Ὠκεανὸς, inquit, quem Graeci sic nominant a… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 70κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …

    Dictionary of Greek