τὸν ἀέρα

  • 51αέρινος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινναχωρίου. * * * και ἀγέρινος, η, ο (Α ἀέρινος, ίνη, ον) [ἀήρ] 1. ο όμοιος με αέρα κατά τη σύσταση, αερώδης 2. ο όμοιος με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 52αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …

    Dictionary of Greek

  • 53φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό …

    Dictionary of Greek

  • 54Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… …

    Dictionary of Greek

  • 55βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …

    Dictionary of Greek

  • 56ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… …

    Dictionary of Greek

  • 57κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …

    Dictionary of Greek

  • 58αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …

    Dictionary of Greek

  • 59аѥръ — АѤР|Ъ (69), А с. ἀήρ, ἀέρος 1.Воздух: вюсъ противоу земли. акинфъ же противоу аѥра, прапроуда же противоу водѣ (ἀντὶ τοῦ ἀέρος) ΓΑ XIII XIV, 28б; и птица(м) по аеру не бѣ лзѣ лѣтати. ЛЛ 1377, 153 об. (1223); и ѡ(т)вѣщавъ старець ре(ч). исполнилъ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 60αεροειδής — ές (Α ἀεροειδής, ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο ἠεροειδής) ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες τού αέρα αρχ. 1. εκείνος που έχει το χρώμα τού αέρα ή τού ουρανού, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος 2.… …

    Dictionary of Greek