τὸν ἀέρα

  • 101εκπνευματώ — ἐκπνευματῶ ( όω) (Α) 1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω 2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο 3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω 4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῑ τῶν νέων ἐκπνευματοῡν τὸ οἴημα», Πλούτ.) 5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος 6. (μέσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 102εμπνευματώ — ( όω) (Α ἐμπνευματῶ) 1. εμφυσώ, γεμίζω αέρα 2. προκαλώ εμφύσημα αρχ. 1. παθ. (για πλοίο) ωθούμαι από τον αέρα 2. παθ. γίνομαι ασθματικός 3. εμπνέομαι από τον θεό …

    Dictionary of Greek

  • 103νεφεληγερέτα — και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α) 1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …

    Dictionary of Greek

  • 104παραρριπίζω — ΜΑ 1. απομακρύνω κάποιον από κάτι 2. παθ. παραρριπίζομαι παρασύρομαι από τον αέρα, φέρομαι εδώ κι εκεί παρασυρμένος από τον αέρα, παραδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥιπίζω «πνέω, φυσώ, εκτινάσσω»] …

    Dictionary of Greek

  • 105πλαγιοδρομώ — έω, Ν ναυτ. ιστιοδρομώ με τον αέρα κάθετα προς την πλεύση, κν. αρμενίζω με τον αέρα στην μπάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δρομώ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιστιο δρομώ, λοξοδρομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν …

    Dictionary of Greek

  • 106φωταέριο — Μείγμα αερίων, κυρίως υδρογόνου και μεθανίου κ.ά., τα οποία παράγονται κατά την ξηρή απόσταξη των λιθανθράκων. Η απόσταξη γίνεται με θέρμανση, σε 1.200° 1.300°C, των λιθανθράκων μέσα σε δοχεία πήλινα ή από χυτοσίδηρο και χωρίς την παρουσία αέρα.… …

    Dictionary of Greek

  • 107αιώρημα ή εναιώρημα — Ετερογενές σύστημα μεταξύ ουσιών υγρών, στερεών ή αερίων όπου ενυπάρχουν πάντοτε δύο φάσεις, που αποτελούνται αντίστοιχα από ένα υλικό που διασπείρεται (υγρή ή αέρια μάζα) και τη διασπειρόμενη ουσία (υγρή ή στερεή μάζα, βλ. λ. διασπορά,… …

    Dictionary of Greek

  • 108αναπνευστική χρωστική — Συστατικό που συνδυάζεται με σχέση αντίστροφη με το οξυγόνο, έτσι ώστε να μπορεί και να είναι φορέας του και να το αποθηκεύει. Για παράδειγμα, η αιμοσφαιρίνη ή αιμογλοβίνη του ανθρώπινου αίματος φορτώνεται με οξυγόνο στους πνεύμονες, έρχεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 109κρυπτό — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Kr. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 36 και ατομική μάζα 83,80. Είναι άχρωμο, άοσμο και άγευστο αέριο. Έχει έξι σταθερά ισότοπα και βρίσκεται στον αέρα,… …

    Dictionary of Greek

  • 110απαγκιάζω — άγκιασα 1. μτβ., προφυλάγω κάτι από τον αέρα: Το διπλανό σπίτι είναι ψηλότερο κι απαγκιάζει το δικό μας. 2. αμτβ., είμαι προφυλαγμένος από τον αέρα: Ας κάτσουμε εδώ που απαγκιάζει …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)