τὸν σπῖλον

  • 1σπίλον — τὸ, Α στον πληθ. τά σπίλα 1. έντερα 2. (κατά τον Ησύχ.) «τα στέμφυλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος (Ι) «ρύπος, κηλίδα»] …

    Dictionary of Greek

  • 2πίνος — ο, ΝΜΑ 1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα 2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 3σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …

    Dictionary of Greek