τὸν πέπλον
1Γαλάτεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νηρηίδα, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, αγαπημένη του κύκλωπα Πολύφημου και μητέρα του γιου του, Γαλάτη, γενάρχη των Γαλατών. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Γ. δεν ήθελε τον έρωτα του Πολύφημου γιατί αγαπούσε τον… …
2ξαίνω — (ΑΜ ξαίνω) (σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να τό καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για εκείνους που …
3ονεύω — ὀνεύω (Α) [όνος] 1. έλκω κάτι με μοχλό («ἔκ τε τῶν ἀκάτων ὤνευον ἀναδούμενος τοὺς σταυροὺς καὶ ἀνέλκων», Θουκ.) 2. ανεβάζω, σύρω προς τα επάνω («τὸν πέπλον... ἕλκουσ ὀνεύοντες», Στράττ.) 3. μέσ. (κατά τον Ερωτιαν.) «ὀνεύεσθαι. τείνειν» …
4μονόπεπλος — μονόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῡσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό πεπλος] …
5AMUN — h. e. Occultatus, Iovis nomen apud Aegyptios; Graeci ac Latini Ammon extulêre: quô occultatum seu occultationem significari Manethos Sebennita voluir, apud Plutarchum de Iside et Osir. Meminit eius quoque Iamblichus apud Cael. Rhodig. l. 18. c.… …
6OCCULTATUS — nomen Iovis apud Aegyptios. Apud hos enim cum peculiare huic Deo nomen esset Amun sive Ammonis, ut Graeci et Latini extulêre, eo Occultatum et Occultationem significari Manethos Sebennita voluit, apud Plutarchum de Isid. et Osir. cui et ista… …
7λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …
8περικαταρρήγνυμι — Α 1. σχίζω κάτι γύρω γύρω, σχίζω τελείως, καταξεσχίζω 2. μέσ. περικαταρρήγνυμαι σχίζω και αποσπώ κάτι που μού ανήκει («περικατερρήξατό τε τὸν ἄνωθεν πέπλον καὶ ἀνωδύρατο», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καταρρήγνυμι «σχίζω, συντρίβω»] …
9προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …
10στεριφόπεπλος — ΜΑ (κατά τον Ζωναρ.) «ἡ μικρὸν πέπλον καὶ ἱμάτιον ἔχουσα» αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ μικρὸς πέπλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέριφος (Ι) + πέπλος] …
- 1
- 2