τὸν νοῦν διδάσκαλον ἔχειν

  • 1οίκοθεν — (Α οἴκοθεν και οἴκοθε) επίρρ. 1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.) 2. από την πατρίδα («οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.) 3. αφ εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως 4. με προσωπική κρίση… …

    Dictionary of Greek