τὸν ναόν

  • 1ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 2χειροποίητος — η, ο / χειροποίητος, ον, ΝΜΑ [χειροποιῶ] νεοελλ. κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα») μσν. αρχ. κατασκευασμένος από ανθρώπινα… …

    Dictionary of Greek

  • 3πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 4Πετράκη, μονή — Βρίσκεται στην Αθήνα, πίσω από το νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μέσα σε μικρή συστάδα από αιωνόβια πεύκα και κυπαρίσσια, που αποτελούν το τελευταίο υπόλειμμα του δάσους που σκέπαζε παλιότερα την περιοχή. Στο κτίριο που χτίστηκε τελευταία στην Α πλευρά …

    Dictionary of Greek

  • 5RESPONSA — Oracula sunt apud Poetas. Virg. Aen. l. 6. v. 799. Caspia Regna Responsis horrent Divûm. Ibid. v. 344. Hôc unô responsô animum delusit Apollo. Lucretius, l. 1. v. 737. Ex adyto tamquam cordis Responsa dedêre Sanctius, et multo certâ ratione magis …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6Nike des Paionios — mit Kopfteil Die Nike des Paionios ist eine der wenigen antiken rundplastischen Nikedarstellungen, die als Künstleroriginal erhalten blieb. Der griechische Bildhauer Paionios von Mende schuf die frühklassische Skulptur um 420 v. Chr. aus… …

    Deutsch Wikipedia

  • 7VAH — Graece οὐὰ vel οὐᾶ, quod ex Latino ortum; vocula insultantis, Marci c. 15. v. 29. Οὐὰ ὀ καταλύων τὸν ναὸν. Item laudantis et admirantis, idem que valet, quod ςθαυμαςτῶς, σοφῶς, ῏εν, ὕπερευ, et similes. Apud Comicos frequens, Vah, qualem me putas… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 8ουά — (Α οὐά και οὐᾱ) νεοελλ. ήχος από κλάμα μωρού αρχ. επιφώνημα θαυμασμού, αποδοκιμασίας, σχετλιασμού, ειρωνείας ή έκπληξης («οὐὰ ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. văn / vaha, επιφώνημα θαυμασμού ή… …

    Dictionary of Greek

  • 9ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …

    Dictionary of Greek

  • 10АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …

    Православная энциклопедия