τὸν θυμόν
1θύμον — θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α) 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι 2. θαλάσσιο φυτό 3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι 4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον τὸ σκόροδον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη… …
2θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …
3παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή …
4εκτείνω — (AM ἐκτείνω) 1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω νεοελλ. 1. επεκτείνω, μεγαλώνω 2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη… …
5επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… …
6καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… …
7ομφακίας — ὀμφακίας, ὁ (Α) 1. υπόξινος οίνος παρασκευασμένος από άγουρα σταφύλια, χυμός από άγουρα σταφύλια 2. (ως επίθ. αρσ.) μτφ. οξύς, δριμύς, τραχύς, αυστηρός («δεινὸν γὰρ οὕτως ὀμφακίαν πεφυκέναι τὸν θυμὸν ἀνδρῶν», Αριστοφ.) 3. φρ. «ὀμφακίαι νεκροί»… …
8προκαταστέλλω — ΜΑ καταστέλλω, καταπραΰνω εκ τών προτέρων (α. «προκαταστέλλειν τὴν διάνοιαν», Αριστείδ. β. «προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῡ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταστέλλω «αναχαιτίζω, κατευνάζω»] …
9συνεκκαίω — Α 1. κατακαίω συγχρόνως 2. απόλ. διεγείρω, εξάπτω συγχρόνως 3. μτφ. ερεθίζω, εξοργίζω συγχρόνως («συνεκκαίει τὸν θυμόν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκαίω «κατακαίω»] …
10θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …