τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα

  • 81συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… …

    Dictionary of Greek

  • 82Αεσμά Νταέβα — (Δαίμονας της βίας).Πονηρός δαίμονας της αρχαίας περσικής θρησκείας. Προκαλούσε πολλά δεινά στους ανθρώπους και στα ζώα. Μερικοί ταυτίζουν τον Α.Ν. με τον Ασμοδαίο, αλλά οι περισσότεροι επιστήμονες δεν παραδέχονται την ταύτιση αυτή, γιατί o… …

    Dictionary of Greek

  • 83Γεδεών — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αν και ασπάστηκε αρχικά τον ισλαμισμό για να αποφύγει τα δεινά της τουρκοκρατίας, μετάνιωσε έπειτα και έγινε μοναχός στη μονή Καρακάλλα του Αγίου Όρους. Μαρτύρησε το 1818. Η μνήμη του τιμάται στις 30… …

    Dictionary of Greek

  • 84περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… …

    Dictionary of Greek

  • 85σωρεύω — ΝΜΑ [σωρός] (κυριολ. και μτφ.) συσσωρεύω, συγκεντρώνω και σχηματίζω σωρό (α. «ο πόλεμος σωρεύει αφάνταστα δεινά» β. «διετέλεσε... σωρεύων πανταχόθεν τὸν πλοῡτον», Διόδ. γ. «ἄνθρακας πυρὰς σωρεύσεις», ΚΔ δ. «διὰ τοῡ πλήθους τῆς σωρευομένης γῆς»,… …

    Dictionary of Greek

  • 86τραγωδοποδάγρα — ἡ, Α ονομασία δράματος σοβαρού και κωμικού συγχρόνως που περιέγραφε τα δεινά τής ποδάγρας και τού οποίου συγγραφέα θεωρούσαν τον Λουκιανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + ποδάγρα] …

    Dictionary of Greek